- ὑπούλους
- ὕπουλοςextending inwardsmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παξιμαδοκλέφτης — ο, θηλ. παξιμαδοκλέφτρα 1. αυτός που κλέβει τα παξιμάδια 2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Αγίου Νικολάου («Άι Νικόλας ο παξιμαδοκλέφτης» λεγόταν σε περιπτώσεις μακράς νηνεμίας, λόγω τής οποίας ακινητοποιούνταν τα πλοία και έτσι εξαντλούνταν τα εφόδια… … Dictionary of Greek
σιγανός — (I) ο, Ν ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και… … Dictionary of Greek